Καλοκαιράκι στα 2400: Πρέσπες, Γράμος κι ολίγη από Πίνδο.

Vvag

Αντβέτσουρερ
Περιοχή
Θεσσαλονίκη
Όνομα
Βαγγέλης
Μοτό
Άφρικα Τουίν Ιλέβεν Χάντρεντ
Κάτσε ρε φιλαράκι, βουνό το καλοκαίρι; Που πας καλοκαιριάτικα, πάνε σε καμιά Χαλλλκιδική να κάνεις καμιά βουτιά.


Φράση που συστηματικά εδώ και χρόνια χλευάζω και επιλέγω να αγνοώ... κατά το ήμισι. Έτσι, η μία από τις δύο εβδομάδες τις άδειάς μου, είναι αφιερωμένη στα ελληνικά (και όχι μόνο) βουνά τα οποία λατρεύω.


Φέτος, όπως και πέρυσι (χρωστάω ένα ταξιδιωτικό), το πλάνο ήταν να συναντηθούμε... κάπου, με τον καλό μου φίλο Τάκη, aka @Ο φυσικός και τον κουμπάρο του τον Αργύρη και να τσουλήσουμε τις ρόδες μας σε χώμα και σε άσφαλτο για 6 μέρες, με τελικό προορισμό την Αθήνα.


Κυριακή λοιπόν 31 Ιουλίου φεύγω από τη Μπουγατσούπολη και βρίσκομαι στο δρόμο, να κάνω το πρώτο “γερό” ταξίδι με το Περτικαλί. Η ώρα είναι αργάμιση, ο ήλιος δύει και εγώ σαν άλλος φτωχός και μόνος κάουμπόης παίρνω την Εθνική με προορισμό ημέρας τη Νεράιδα Κοζάνης. Τα φιλαράκια μου έχουν ήδη ξεκινήσει από Αθήνα από το πρωί, κάνοντας διάφορες παράξενες διαδρομές ανά την Ελλάδα, για να βρεθούμε τελικά το βράδυ σε μια ωραία ταβερνούλα με θέα τη Λίμνη Πολύφυτου.


Μπριζόλες, πατάτες, σαλάτες και λοιπά ορεκτικά κάνανε φτερά σε χρόνο ντε-τε. Ωραία, και τώρα που θα μείνουμε; Στην ερώτηση προς τον ταβερνομετρ τι υπάρχει τριγύρω, πετάξαμε και το «α ναι, έχουμε και κάτι σκηνές μαζί μας» για να λάβουμε την απάντηση, «ε στήστε εδώ μπροστά, δικό μας είναι το μέρος». Έτσι λοιπόν το πρώτο μας βράδυ μας βρήκε κάπως έτσι...





Και το πρώτο μας πρωινό, κάπως έτσι...





Αλήθεια, ένα απ’ τα καλύτερα πράγματα που υπάρχουν σ’ αυτή τη ζωή, είναι ν’ ανοίγεις τα μάτια, στη συνέχεια το φερμουάρ της σκηνής και να βλέπεις τέτοιες εικόνες. Απ’ τα καλύτερα.


Καφεδάκι, τοστάκι και λοιπές πρωινές συνήθειες (!) έλαβαν μέρος στο... γνωστό καφέ της Νεράιδας με θέα τη γέφυρα, μαζί με τα πλάνα της ημέρας τα οποία ήταν τα εξής: Με κάποιο παράξενο, χωμάτινο τρόπο θα φτάναμε στη Βλάστη κι από εκεί με εξίσου αλλοπρόσαλλες διαδρομές θα φτάναμε, κάπως, στις Πρέσπες.


Έτσι , μετά τα απαραίτητα πρωινά μας, ζαλωθήκαμε, καβαλήσαμε και ξεκινήσαμε το ταξίδι.

Στο χωριό Σκήτη θα παίρναμε τον πρώτο χωματόδρομο που βγάζει κάπως, κάποτε στη Βλάστη. Πρώτη γεύση από χώμα, όλα είναι στεγνά, κι όλα καλά αν και πολύ κοτρώνι και πολύ κοπάνημα ρε παιδί μου. Είναι η πρώτη φορά που πάω χώμα φορτωμένος με βαλίτσες και τόσο βάρος, αλλά πάω καλά. Στις ευθείες ανοίγω λίγο, παίζω, όλα ωραία και καλά, αλλά κάτι δε μου κολλάει. Συνεχίζω σα να μη συμβαίνει τίποτα, ανοίγω γκάζι, βρε δε μπορώ να στρίψω, τα κοτρώνια θα φταίνε. Κοιτάω τους καθρέφτες μου, σαν πολύ σκόνη να σηκώνω πίσω. Ε κάποια στιγμή έπρεπε να το πάρω απόφαση να σταματήσω μέσα στο λιοπύρι να δω τι παίζει. Και είδα. Φουιτ που λένε κι οι φίλοι μας οι βόρειοι. Φούιτ στις ερημιές. Και ήρθε η ώρα να δούμε αν οι σαμπρέλες που μου’ χαν μείνει απ’ το DRZ ταιριάζουν στο KTM. Ωραία ξεκινήσαμε. Αντβέτσουρ!


Αφού παιδευόμαστε λίγο με μια ηλεκτρική τρόμπα και κάτι αμπούλες χωρίς καμία τύχη, αποφασίζουμε πριν βγάλουμε τους λοστούς κι αρχίσουμε τα πειράματα, να δοκιμάσω να το πάω έτσι μέχρι το κοντινότερο χωριό που απείχε λίγα χιλιόμετρα από εκεί που ήμασταν. Φορτώνω ό,τι μπορεί να χωρέσει στο GS του Αργύρη και με ταχύτητα κουτσής μαστουρωμένης χελώνας, παλεύω να οδηγήσω στο χωματόδρομο. Μετά από αρκετά λιγότερη ώρα απ’ αυτή που μου φάνηκε πως έκανα, φτάνουμε στο χωριό Γαλατηνή όπου βρίσκουμε βενζινάδικο. Βουλκανιζατέρ υπάρχει στη Σιάτιστα, 10χλμ από εκεί κι ο Τάκης έχει ήδη ξεκινήσει να πάει να δει αν μπορούν να μας εξυπηρετήσουν, όσο εγώ προσπαθώ να βάλω αέρα να δω τι γίνεται – δηλαδή τίποτα απολύτως. Οι συμπαθέστατοι μπαρμπάδες που αράζουν στο καφενείο-παύλα-βενζινάδικο μας κερνάνε καφέ-χυμό-ό,τι θέλουμε μέχρι να γυρίσει ο Τάκης να μας πει πως όλα καλά. Η συνέχεια βρίσκει τους φίλους μου να ξεβιδώνουν άξονες και να βγάζουν τον τροχό μου, ενώ εγώ με την πείρα που με διακρίνει κάνω καταλυτικές κινήσεις για να βοηθήσω την κατάσταση. Βγάζω φωτογραφίες.





Η ρόδα μεταφέρθηκε δικάβαλο σε DRZ και τ’ αφεντικό της δικάβαλο σε GS μέχρι τη Σιάτιστα, όπου ο καλός μας φίλος Βουλκανιζατεράς πήρε τη σαμπρέλα που του δώσαμε (η οποία τελικά ήταν στις σωστές διαστάσεις) και έκανε τα μαγικά του. Η έκπληξη της υπόθεσης; «Τι χρωστάω»; «Έφυγες». Ωρέ φιλοξενία ο Βοράς.





Πίσω στο χωριό, ένα καφεδάκι στα γρήγορα και βουρ στο δρόμο ξανά. Βρίσκουμε το χωματόδρομο που πάει Βλάστη και συνεχίζουμε.








Μαρή Μαρίκα, θ’ ανοίξουν σήμερα ή τσάμπα περιμένουμε;





Τη Βλάστη θα ήθελα πολύ να τη δω περισσότερο, η ώρα είναι όμως περασμένη, κάνει τη ζέστη της αρκούδας (αλήθεια δεν ξέρω τι ζέστη έχει η αρκούδα και ούτε θέλω να μάθω), το πρόγραμμα έχει πάει πίσω και συνεχίζουμε ακάθεκτοι, από άσφαλτο πλέον για Καστοριά. Παράξενες διαδρομές και εναλλακτικοί δρόμοι όπως πάντα μας βγάζουν στην Καστοριά κι από εκεί πάμε για Πρέσπες, όπου και θα διανυκτερεύσουμε. Πριν απ’ όλα, στάση στο εγκαταλειμμένο χωριό Γάβρος.



Το παν είναι να έχεις τη σωστή παρέα!











Αλλά και στο μοναστήρι Αγίων Αναργύρων.

Μεταννοείτε αμαρτωλοί Κατεμάδες!!




Λίγο παρακάτω βρίσκουμε το χωριό Κώτας (μα Κώτας;!) και ο πλοηγός μας με το DRZ θέλει να μας δώσει μια τελευταία (γερή απ’ ότι φάνηκε) γεύση χώματος πριν κλείσει η μέρα. Βρίσκουμε το χωματόδρομο που καβατζάρει το βουνό και βγάζει Πρέσπες, και... αρχίζει ο εφιάλτης στο δρόμο με τα λούκια. Άπειρα λούκια, σαθρό έδαφος με ψιλό χαλικάκι, η κουλαμάρα που περήφανα μας διακρίνει (τουλάχιστον τους οδηγούς των δύο μεγαλύτερων δίκυκλων της παρέας) σε συνδιασμό με το βάρος που κουβαλάω και τα on-on-on-ΟΝΛΕΜΕ-off λάστιχά μου, κάνουν τη διαδρομή κόλαση. Ο ιδρώτας κυλάει και μόνο κρύος δεν είναι, η ρόδες γλυστράνε κάθε τόσο κι η πτώση καραδοκεί... μέχρι να έρθει. Δεύτερη στραβή σε μια μέρα, δεν είναι κι άσχημα. Σε μια γερή ανηφοριά, ο μπροστά τροχός μπαίνει σε λούκι, ο πίσω δε βρίσκει πρόσφυση στο σαθρό και το περτικαλί σκάει κάτω σα χαλασμένο νεράτζι, κι εγώ ακολουθώ κατά πόδας. Ο Αργύρης παλεύει να στηρίξει το μπεμβέ στο stand και να’ ρθει να σηκώσουμε το μαστόδοντο και να γίνει ο απολογισμός. Αποδυκνείεται πως εγώ είμαι αρτιμελής και το μηχανάκι μου σώο αλλά η μία βαλίτσα εκτός βάσης. Πρόβλημα. Ψάχνουμε να δούμε τι παίζει και βλέπουμε πως έχει σπάσει η κλειδαριά που ασφαλίζει τη βαλίτσα στη βάση. Με δυο πειστικούς ιμάντες και ένα αριστοτεχνικό δέσιμο που κρατάει το κλιπ της κλειδαριάς γαντζωμένο στο κάγκελο, γίνεται δουλειά (που απ’ ότι αποδείχτηκε έβγαλε πολλά πολλά χωμάτινα και ασφάλτινα χιλιόμετρα ακόμα χωρίς να κουνηθεί) και συνεχίζουμε με ηθικό σχετικά ακμαίο, αλλά μπόλικη γκρίνια και κορμιά διαλυμμένα (εγώ τουλάχιστον) το δρόμο μας.





Μετά από ώρα και αρκετές γουοναμπι-σαβούρδες ακόμα, βρίσκουμε άσφαλτο. Φτάνουμε στο χωριό Μιρκολίμνη, όπου βρίσκουμε έναν και μοναδικό άνθρωπο να ρωτήσουμε που να μείνουμε. Το παληκάρι (ο Κυριάκος) δεν είναι πάνω από 40 και αρκετά συνεννοήσιμος, πιάνει το κινητό του και κάνει τα κουμάντα του να μας βολέψει. Ακολουθεί ο εξής διάλογος:


Κυριάκος: Έλα (Τάδε) έχω εδώ τρεις μαντράχαλους με μηχανές, έχεις κανένα δωμάτιο; Τι; Συγγενείς μου; Όχι, απ’ όσο ξέρω. Βέβαια ναυτικός ήταν ο πατέρας μου, τώρα τι να σου πω...

Τάκης: Α, κι ο δικός μου!! (τρου στόρυ)


Και κάπως έτσι ανακαλύψαμε μια τρελή χημεία (και δυο τρελά... χημεία) για τους οποίους θα γίνει εκτενής περιγραφή παρακάτω. Μέχρι τότε, ήπιαμε καφεδάκι στην ταβέρνα του Κυριάκου, με κλεισμένο, έτοιμο δωμάτιο στον Άγιο Γερμανό Πρεσπών.







Ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα μας συνόδευσε μέχρι τον Άγιο Γερμανό, όπου ωσάν γνήσιοι βάρβαροι κάναμε κατάληψη στον ξενώνα «Το Πέτρινο», βγάλαμε και τις μπότες μας στο χωλ έξω απ’ το δωμάτιο και ευτυχώς που ήμασταν μόνοι μας ένα πράμα, ε και μετά ακολούθησαν τα γνωστά... επίθεση στην πανίδα της περιοχής, στην κεντρική πλατεία, και τούφες στο δωμάτιο γιατί η επόμενη μέρα θα περιείχε (υποτίθεται) τη μαγική λέξη ΓΡΑΜΟΣ....


 

Vvag

Αντβέτσουρερ
Περιοχή
Θεσσαλονίκη
Όνομα
Βαγγέλης
Μοτό
Άφρικα Τουίν Ιλέβεν Χάντρεντ
Το πρωί με την αυγούλα (που λέει ο λόγος), ξυπνήσαμε ένας ένας, κι άλλος ένας (εγώ, τελευταίος όπως πάντα) και κατεβήκαμε κάτω για πρωινό. Η συμπαθέστατη κυριούλα που είχε το ξενοδοχείο (η οποία μας είχε υποδεχτεί με τσίπουρα όταν φτάσαμε, να αναφέρω) έκανε τα κουμάντα της, κι εμείς τα εκτιμήσαμε και τα τιμήσαμε δεόντως. Τα κουμάντα, και τα απίστευτα πράγματα που μας ετοίμασε.





Στη συνέχεια είπαμε να κάνουμε λίγο τουρισμό στο νησάκι του Αγ. Αχιλείου πριν πάρουμε πάλι τους δρόμους. Το ΚΤΜ έμεινε στα πιτς (μην παίζουμε και με τις πιθανότητες, ας ξεκουραστεί και λίγο..!) και εγώ ανέβηκα δικάβαλος στο GS για μια μικρή βόλτα μέχρι εκεί. Περάσαμε την παράξενα όμορφη γέφυρα που διασχίζει τη λίμνη μέχρι το νησί, παρατήσαμε την πραμάτεια μας στο τοπικό καφέ-ξενώνα και πήγαμε να δούμε τον εντυπωσιακό ναό του Αγίου Αχιλείου... ή τέλος πάντων ό,τι έχει μείνει από αυτόν.


















Επιστρέψαμε στο καφέ μετά το τουρ για ένα τελευταίο καφεδάκι στα γρήγορα, μιας και η ώρα είχε περάσει αρκετά, πριν πάρουμε τα βουνά και πάλι. Κουβέντα στην κουβέντα, και πάνω στον ειρμό μας πάνω σε κάθε λογής μοτοσυκλετιστικό θέμα, μας διακόπτει ένα παληκάρι, ο οποίος όπως αποδείχτηκε ήταν ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. «Να, σας άκουσα που μιλάγατε για μηχανάκια, κι εγώ δικός σας είμαι, από Αθήνα, ήρθα πριν από κάποια χρόνια εκδρομή με φίλους με τις μηχανές, γνώρισα τη γυναίκα μου κι έμεινα εδώ»..!!! Στη συνέχεια, ο Ηλίας μας πήγε στο γκαράζ του να μας δείξει τα μηχανάκια του. Ένα παλιό δίχρονο στριτάκι, ανακατασκευασμένο, ένα βρωμιάρικο ΚΤΜ καθώς το μέρος είναι το ιδανικό για τέτοια πριόνια, μια γουρούνα (για τους χιονισμένους μήνες όπως μας είπε..!) και... ένα 950 Adventure. Όπα λέω, δικός μας, εδώ είμαστε. Και να’ σου οι κουβέντες για τα Κατέμια, και να’ σου οι ιστορίες για τη ζωή το χειμώνα στη μέση μιας λίμνης (!!), και να’ σου οι συμβουλές και οι μοτο-κουβέντες, και να’ σου που πήγαιναν και στο ίδιο σχολείο με τον Τάκη και μ’ αυτά και μ’ αυτά η ώρα πήγε αργά και τέταρτο και το πλάνο του Γράμου πήγε περίπατο. Έτσι, μετά από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα γνωριμία κι άλλες τόσες όμορφες συζητήσεις, αποφασίσαμε να παρατείνουμε τη διαμονή μας στις Πρέσπες, αφήνοντας τα μπαγκάζια στα δωμάτια και φεύγοντας ελαφριοί κι ωραίοι για μια χωματόβολτα στο Βαρνούντα, με απίστευτη θέα πάνω απ’ τις λίμνες.

Κυβικά για όλα τα γούστα.



Το τοπίο έκοβε την ανάσα, οι χωματόδρομοι ήταν καλύτεροι κι από άσφαλτο, και όντας ξεφόρτωτος έπιασα τον εαυτό που να παίζει στα χώματα λες κι είχα από κάτω μου το DRZ μου και να το ευχαριστιέμαι δεόντως. Κι εκεί που πάμε ωραία και καλά, να’ σου και το μποτιλιάρισμα. Δεκάδες συμπαθέστατες απαθείς αγελάδες, βρέθηκαν να κινούνται με το δικό τους χαλλλλλλαρό ρυθμό, κι εμείς ως άλλοι γελαδάρηδες να ακολουθούμε, ευχόμενοι κάποια στιγμή να σκορπίσουν και να μπορέσουμε να περάσουμε. Φευ. Θα περιμένεις καλέ μου μηχανόβιε, γιατί άμα πίνεις γαλατάκι είναι καλά ε, που μου θες και εντουράδες. Φέεεετα. Έτσι λοιπόν, αφού τα αλόγατά μας απηύδεισαν και οι θερμοκρασίες βάρεσαν κόκκινο, αποφασίσαμε να σταματήσουμε μέχρι οι καλές μας Milka να προχωρήσουν παρακάτω και τα μοτόρια να κρυώσουν.







Όταν κάποια στιγμή προσπεράσαμε κάποιες, και οι υπόλοιπες το πήραν απόφαση να μας αφήσουν, συνεχίσαμε το δρόμο μας όμορφα κι ωραία. Η διαδρομή μας πήγε στην κορυφή με τις ανεμογεννήτριες, για να καταλήξει στο Πισοδέρι και να βρούμε και πάλι άσφαλτο. Όμορφα, όμορφα, όμορφα. Τι κι αν τα πλάνα σου πάνε για βρούβες, κάτι θα βρεθεί και θα’ χεις να θυμάσαι στη θέση τους. Και που’ σαι ακόμα.







 

Vvag

Αντβέτσουρερ
Περιοχή
Θεσσαλονίκη
Όνομα
Βαγγέλης
Μοτό
Άφρικα Τουίν Ιλέβεν Χάντρεντ
Το τρελό το παρεάκι. Από αριστερά, η αφεντομουτσουνάρα μου, Τάκης, Αργύρης













Αποφασίσαμε να κλείσουμε την ημέρα μας με καφέ και κάτι ελαφρύ στη Μικρολίμνη, εκεί που την προηγούμενη μέρα είχαμε γνωρίσει τον Κυριάκο και μας είχε στείλει στον ξενώνα μας, και το βράδυ να πάμε για παϊδάκια στην πλατεία του Αγ. Γερμανού στον οποίο μέναμε. Τι λέγαμε για τα πλάνα που γελάνε στη μούρη σου όταν τα καταστρώνεις; Είμαστε έτοιμοι να φύγουμε, όμως λέμε να κάνουμε μια τελευταία περπατάδα παραλιακά, την ώρα που πέφτει ο ήλιος. Ο Κυριάκος με τη γυναίκα του τη Ζένια (και τα δύδυμα στην κοιλίτσα της) έχουν αράξει σε κάτι ξαπλώστρες και ρεμβάζουν στην απίθανη εξέδρα που έχουν φτιάξει πάνω στη λίμνη, κι οι εικόνες που περνάνε από τα μάτια μας είναι απερίγραπτες.





Μαθαίνουμε πως τα παιδιά ζούσαν για χρόνια στην Αθήνα και μια μέρα αποφάσισαν (όπως κι ο Ηλίας που γνωρίσαμε το ίδιο πρωί) να τα παρατήσουν όλα και να πάνε σ’ ένα χωριό στην άκρη μιας λίμνης, να φροντίσουν και να φτιάξουν το μαγαζί του παππού, να το κάνουν ταβερνάκι και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους σ’ αυτόν τον παράδεισο. Και να’ σου η κουβέντα, και να’ σου τα τσίπουρα, και να’ σου οι ομελέτες, οι κοινοί γνωστοί, οι ωραίες συζητήσεις, και νύχτωσε για τα καλά, το ηλιοβασίλεμα έδωσε τη θέση του σ’ έναν απίστευτα έναστρο ουρανό και παϊδάκια θα βρούμε κι αλλού, κι ο Γράμος δεν πάει πουθενά και ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΜΕ!



Επιστρέψαμε αργά στα κρεβάτια μας, μετά από μια γεμάτη μέρα, με υπέροχη βόλτα και κυρίως, τρομερές, αναπάντεχες γνωριμίες και κουβέντες με ανθρώπους που αισθάνεσαι όσο μιλάτε, σα να τους ξέρεις χρόνια.
 

Vvag

Αντβέτσουρερ
Περιοχή
Θεσσαλονίκη
Όνομα
Βαγγέλης
Μοτό
Άφρικα Τουίν Ιλέβεν Χάντρεντ
Το πρωί, αφού φάγαμε και πάλι τα απίστευτα πρωινά της οικοδέσποινάς μας, μαζέψαμε, φορτώσαμε ξανά και βουρ στο δρόμο. Ο Γράμος μας περίμενε. Ταξιδεύοντας σχεδόν παράλληλα με τη συνοριογραμμή κινηθήκαμε ασφάλτινα μέχρι το χωριό Διποταμία (άντε μέχρι λίγο παρακάτω) και μετά πήραμε το χωματόδρομο που περνάει διαδοχικά απ’ τα χωριά Καλή Βρύση, Μονόπυλο, Τρίλοφο, για να καταλήξει κάπως, μετά από αρκετή ώρα στο χωριό Γράμος, ή όπως είναι η παραδοσιακή ονομασία, στη Γράμουστα.





Καθώς τα υψόμετρα και το τοπίο εναλλάσσονταν συνεχώς, βρεθήκαμε να βολτάρουμε σε πολύ διαφορετικά τερέν. Από εύκολους στρωμένους χωματόδρομους, σε κοτρώνια, μέσα σε λαγκάδια και χορτάρια, αλλά και δασικούς με μπόλικη υγρασία.







Για πολύ μεγάλο κομμάτι της διαδρομής, ο ιδρώτας μου έτρεχε ποτάμι, προσπαθώντας να κουμαντάρω το μαστόδοντο, φορτωμένο και με ακατάλληλα λάστιχα για ο,τιδήποτε άλλο πλην όμορφου, στεγνού, στρωμένου (με ροδοπέταλα), επαρχιακού χωματόδρομου. Νόμιζα πια πως είμαι ΕΝΤΕΛΩΣ κουλάδι, μέχρι που ο εμπειρότερος της παρέας, με το πλέον καταλληλο μηχανάκι για το δρόμο που κάναμε, είπε την ατάκα «νομίζω πως πρώτη φορά κοντεύω να πέσω τόσες φορές σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα». Αν και η αλήθεια τελικά είναι πως είμαι κουλάδι, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.



Μμμμ, ωραία φαίνεται από εδώ. Για να δούμε, περνάει;



Ουπς.





Ηθικόν ακμαιότατον!



Τώρα τι κάνουμε;



Το καλό το μονοπάτι, βρίσκει κι άλλο παληκάρι. Εεε ναι. Αυτό.



Παρέα να υπάρχει, και πολλά χέρια να τραβήξουν ένα μηχανάκι 230 κιλών κι άλλων τόσων με τα πράγματα φορτωμένα, κι όλα καλά!

Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε, κι όσο το υψόμετρο μεγάλωνε, τόσο το τοπίο μας έκοβε την ανάσα.



Κάποια στιγμή, κι ενώ ψάχνουμε ακόμα τη μπάλα με τα τοπία που βλέπαμε, ο δρόμος σκάει στον κεντρικό Τρία-Α-Α-Α χωματόδρομο που βγάζει στη Γράμουστα. Όντας τρομερά κουρασμένος απ΄τη διαδρομή της ημέρας, αλλά χωρίς ούτε ένα ευτράπελο στο ενεργητικό μας, δε βλέπω την ώρα να σταματήσω για ένα καφέ, και να φάω ό,τι υπάρχει στη γύρω περιοχή. Εκμεταλλεύομαι πάντως τα τελευταία μέτρα διασκέδασης που έχω από κάτω μου, και ανοίγω το γκάζι. Λούνα παρκ. Το περτικαλί αρχίζει να χορεύει δεξιά-αριστερά κι εγώ μ’ ένα χαμόγελο μέχρι το κούτελο, φτάνω στο χωριό, ενώ οι άλλοι (για μία και μοναδική φορά) τρώνε τη σκόνη μου, κυριολεκτικά...!!

Ξεζαλωνώμαστε ενώ οι θαμώνες του καφενείου (και του χωριού ολόκληρου απ’ ότι φάνηκε) μας κοιτάνε σαν εξωγήινους και μας πιάνουν την κουβέντα. Ο παπάς μου πιάνει κουβέντα για τη Gopro που βλέπει στο κράνος μου. Απ’ ότι φαίνεται, το παρεάκι που κάθεται στο καφενείο κάνει διάλειμμα από τη δουλειά που πέφτει στην αναστύλωση της παλιάς εκκλησίας του χωριού (φυσικά με μπύρες και μεζεδάκια). Καθόμαστε και περιμένουμε να παραγγείλουμε. Μετά από αρκετή ώρα κι αφού άρχισα να αναρωτιέμαι αν το καφενείο στο Γράμο είναι σελφ-σέρβρις, σκάει μύτη η μορφάρα του χωριού, της οποίας το όνομα έχω ξεχάσει. Ψηλή, τροφαντή με ένα γαλάζιο διαπεραστικό βλέμμα και λιγομίλητη. Είναι από την Αλβανία, μένει καμιά 30ρια χρόνια στην Ελλάδα και τρέχει μόνη της το μαγαζί (ενώ φυσικά μένει εκεί, σ’ ένα κρεβάτι σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στη μέση του μαγαζιού!). Παραγγέλνουμε καφέδες, ενώ τολμάω να κάνω την ερώτηση αν υπάρχει κάτι να φάμε. Ένα βλέμμα συνοδευόμενο από ένα χαμόγελο με νόημα, λέει πολύ περισσότερα απ’ ο,τιδήποτε θα μπορούσε να μου πει. Θα φάμε καλά!

Κι εκεί που πίναμε τα καφεδάκια μας, και χαλαρώναμε τα πονεμένα κορμιά μας μετά από μια δύσκολη ημέρα, η τρελοπαρέα του Γράμου αφήνει τις μπύρες και σηκώνονται να ξαναπιάσουν δουλειά. Και κάπου εκεί ο Αργύρης πετάει τη βόμβα. «Να τους ρωτήσουμε αν θέλουν να τους βοηθήσουμε;». Σοκ και δέος. Φυσικά και το ρωτήσαμε, για να λάβουμε την απάντηση «προσέξτε τι λέτε». Η συνέχεια εξελίχθηκε κάπως έτσι:











Μετά από μια μέρα μέσα στο χώμα και τη λάσπη, τι καλύτερο να χαλαρώσεις, από το να ξεμπαζώσεις μια εκκλησία;! Η εμπειρία ήταν απίθανη πάντως, ρίξαμε γέλιο, λάβαμε κέρασμα από τον παπά της ενορίας, πέρα απ’ τα καφεδάκια μας, τρία πακέτα φουντούνια και κάτι σοκοφρέτες, χώρια που την επόμενη φορά που θα πάμε στο Γράμο και η Εκκλησία θα είναι έτοιμη, θα΄χουμε να θυμόμαστε ότι προσθέσαμε (ή μάλλον αφαιρέσαμε) το λιθαράκι μας εκεί!!

Κι όμως, σε κάποιους υπήρχε ακόμα ενέργεια. Μέχρι να σκοτεινιάσει, οι άλλοι δύο τρελοί της παρέας εξερεύνησαν ένα λοφάκι της περιοχής, όσο εγώ έκανα με μεγάλη επιτυχία το φλωράκι, και φωτογράφιζα ο,τιδήποτε δε περιελάμβανε ανάβαση για να φωτογραφιθεί.





Και μετά από αυτά τα ολίγα, επιτέλους ήρθε η ώρα για τα πολυπόθητα παϊδάκια που είχαν γίνει τελικά απωθημένο. Και τα οποία κατέληξαν να είναι κρύο αρνί που είχε γίνει το μεσημέρι στη σούβλα... Γκουρμέ καταστάσεις. Και για να γκρινιάξω και λίγο (ακόμα), η «ζημιά» για μια σαλάτα, πατάτες, τα αμνοερίφεια και λίγο κρασάκι ήταν 50 ευρώ για τρία άτομα. Τσουχτερός ο Γράμος...


Στήσαμε τα σκηνάκια μας ακριβώς απέναντι από εκεί που καθόμασταν, και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Μελωδίες σε σε Φα δίεση από το Τρίφωνο του Γράμου. Αναστέναξαν τα βουνά λέμε...
 

Vvag

Αντβέτσουρερ
Περιοχή
Θεσσαλονίκη
Όνομα
Βαγγέλης
Μοτό
Άφρικα Τουίν Ιλέβεν Χάντρεντ
Ααααχ. Τι καλύτερο από το να ξυπνάς μέσα στο σκηνάκι σου (στο σκηνάκι του φίλου σου βασικά) πάνω στα βουνά. Αλλά αυτά τα ξαναείπαμε. Καφεδάκι στη φιλενάδα μας στο καφενείο, χαιρετούρες με τα μαστόρια που ήρθαν για την οροφή της εκκλησίας και παίρνουμε πάλι τους δρόμους. Αυτή τη φορά με τα πόδια. Σήμερα το πρόγραμμα είχε πεζοπορία.



Με λάιτ εξάρτηση (πιο λάιτ και θα ήμουν με το σώβρακο), πήραμε τα μηχανάκια μας μέχρι το σημείο που ξεκινάει το μονοπάτι για τη λίμνη Γκιστόβα, την ψηλότερη ορεινή λίμνη της Ελλάδας, σε υψόμετρο 2360, με τα σύνορα της χώρας να διασχίζουν τη λίμνη, οπότε στη μία μεριά πατάς Ελλάδα, στην άλλη Αλβανία.



Ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε... με το χωματόδρομο να είναι αρκετά δυσκολότερος και με πολύ περισσότερη πέτρα απ’ αυτή που περιμέναμε και δεδομένου ότι με φλυς αντί για μπουφάν και υφασμάτινο παντελονάκι, η πτώση που καραδοκούσε δε θα είχε καθόλου πλάκα, το μονοπάτι δε φαινόταν πουθενά.



Τελικά φτάσαμε μέχρι ένα σημείο που μόνο το DRZ τόλμησε να ανέβει, και γυρίσαμε πίσω ψάχνοντας το μονοπάτι... το οποίο δε βρήκαμε ποτέ. Εντελώς εμπειρικά και με γνώμονα το χάρτη της Ανάβασης, οι δύο έμπειροι ορειβάτες της παρέας πρότειναν να αφήσουμε τις μηχανές και να αρχίσουμε να ανεβαίνουμε... τις πλαγιές, στο πουθενά!





Όλη η ανάβαση κύλισε κάπως έτσι. Η καθιστική ζωή που κάνω γέλαγε στη μούρη μου καθώς ανέβαινα και η δικαιολογία μου ότι κάνω ποδήλατο που και που, δεν ήταν αρκετά πειστική. Ένιωθα σαν εβδομηντάχρονος καπνιστής σε υπερφορτωμένο διάδρομο γυμναστικής (να σημειώσω πως είμαι 33 και δεν έχω καπνίσει ποτέ..!). Οι άλλοι δύο ανέβαιναν χαλαρά και όμορφα, ενώ εγώ χαροπάλευα με τις ανηφόρες που φαινομενικά κατέληγαν στο πουθενά. Κι εκεί που νομίζεις πως δε μπορεί να γίνει χειρότερο, να’ σου πέρα μακρυά ένα κοπάδι πρόβατα και οι γλυκές μελωδίες από τα γαυγίσματα των αρκουδοτσοπανόσκυλων των άγριων βουνών. Εδώ είμαστε. Κι εκεί που λες, ΟΚ, είμαστε πολύ μακρυά, σιγά μην ασχοληθούν, να’ σου που τα βλέπω να τρέχουν προς την κατεύθυνσή μας. Και ο εβδομηντάχρονος καπνιστής αρχίζει να τρέχει στις ανηφόρες μαζεύοντας ό,τι κοτρώνι μπορεί να βρει στο διάβα του, τζαστ ιν κέις.



Τώρα που τα γράφω έχουν πλάκα, εκείνη τη στιγμή το τι σιχτίρι και γκρίνια είχα ρίξει δε λέγεται, τα φιλαράκια μου μόνο το ξέρουν που πλήρωσαν τη λυπητερή. Πάντως πέρα απ’ όλο το ζόρι, το τι είδε το μάτι μας (και το ένα, και το άλλο) μέχρι και που φτάσαμε στη λίμνη, ήταν α-π-ε-ρ-ί-γ-ρ-α-π-τ-ο...





Πανοραμική της Γκιστόβας. Τα βουνά στα δεξιά είναι Αλβανία.



Έφτασα αρκετή ώρα μετά τον Τάκη και τον Αργύρη, προσπαθώντας να προλάβω την ανάσα μου και τουρτουρίζοντας από το κρύο (αν ποτέ πάτε στα 2360, ακόμα και Αύγουστος να είναι, ΜΗΝ αφήσετε το φλυς σας στη μηχανή!!). Και σα να μη συμβαίνει τίποτα, ακούω την αλησμόνητη ατάκα. “Το’ χεις μέχρι την κορυφή”;

Πρέπει να άλλαξα οχτώ χρώματα, μπορεί και εννιά. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε, μύρισε λίγο μπαρούτι και ήταν η πρώτη φορά που ψιλοχαλάσαμε ο ένας, τη διάθεση του άλλου, έστω και για λίγο. Τα παιδιά ήθελαν κορυφή, άλλωστε πολύ σωστά σκεπτόμενοι, πότε θα ξαναείχαν την ευκαιρία να έρθουν στο Γράμο; Εμένα όμως η ιδέα να μείνω κάνα δύωρο μόνος μου εκεί, χωρίς τίποτα να κάνω, χωρίς σήμα στο κινητό μου, και ΚΥΡΙΩΣ με κοπάδια πρόβατα με τα γλυκά σκυλάκια τους να καραδοκούν, δε μου φαινόταν και πολύ ελκυστική. Τελικά αφού με διαβεβαίωσαν πως τα κοπάδια δεν ανεβαίνουν τόσο ψηλά, ξεκίνησαν να φύγουν και εγώ έμεινα να κοιτάω τη λίμνη. 30 δευτερόλεπτα αργότερα επέστρεψαν, επειδή πλησίαζε κοπάδι με πρόβατα.

Σηκώθηκα σε εγρήγορση, ενώ άκουγα τον Αργύρη να φωνάζει στο βοσκό. Σκυλιά δε βλέπαμε, οπότε τι πιο λογικό από το να ρωτήσεις το αν έχει σκυλιά μαζί του; Έλα μου όμως που οι βοσκοί εκεί πάνω δε μιλάνε γρι Ελληνικά, οπότε μέσα στη φούρια μου, άκουσα την επική ατάκα “Σκυλια;…... Γάβ; Γάβ;”

Τελικά το συγκεκριμένο κοπάδι δεν είχε σκυλάκια μαζί, παρ’ όλα αυτά ο Τάκης έμεινε παρέα μου, ενώ ο Αργύρης που επέμεινε να φτάσει στην κορυφή του Γράμου, πήρε μαζί ένα θερμός με νερό και εξαφανίστηκε. Τα ζωντανά έφυγαν λίγο μετά τον Αργύρη, και εμείς μείναμε να κοιτάμε τη λίμνη με παράξενη διάθεση...





Λίγο αργότερα ακούσαμε και πάλι κουδούνια. Μόνο που αυτή τη φορά ακούσαμε και γαβγίσματα μαζί. Ο Τάκης μου έγνεψε να πάμε από την άλλη πλευρά της λίμνης, και αποδείχτηκε μεγάλη σοφία, γιατί λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ξεπρόβαλε το θεριό. Δεν ήταν πολύ μεγάλος, δεν ήταν ο κλασσικός ελληνικός ποιμενικός. Αλλά είχε πιθανότατα την πιο κακιά φάτσα σκύλου που έχω δει στη ζωή μου. Για λίγη ώρα τον κοιτάζαμε, μας κοίταζε και μας γαύγιζε μανιασμένα, έχοντας τη Γκιστόβα να μας χωρίζει, αλλά μέχρι εκεί. Και συνεχίζαμε να περνάμε ωραία...

... μέχρι που το κοπάδι κατέβηκε στη λίμνη να δροσιστεί και ο σκύλος πήρε γραμμή πως αν πας παράλληλα με το νερό, μπορείς να φτάσεις στην απέναντι πλευρά που βρίσκονται οι εχθροί. Και ήρθε. Και βρέθηκα για πρώτη φορά φάτσα με τσοπανόσκυλο, χωρίς μηχανή και γκάζι να κάνω μπράου και να του γνέφω αυτάρεσκα «μπάι-μπάι». Με πέτρες στα χέρια και πολύ προσεκτικές – πανικόβλητες κινήσεις μείναμε για λίγη ώρα εκεί, να τον κοιτάμε, να μας κοιτάει παίρνοντας στάση επίθεσης και να φωνάζουμε μπας και κάνουμε δουλίτσα. Ομολογουμένως στις κινήσεις μας να πιάσουμε πέτρες από κάτω πισοπάταγε, αλλά μετά από λίγο πλησίαζε και πάλι, αρκούντως απειλητικά. Και δε μιλούσε και ελληνικά, να το συζητήσουμε.

Τελικά την κατάσταση έσωσε ο βοσκός που χαμπάριασε (ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ) τι γινόταν. Αυτό που δεν κάναμε εμείς, δηλαδή να χρησιμοποιήσουμε τις πέτρες, το έκανε αυτός (για εκφοβισμό φυσικά, δεν τον πέτυχε καμία) και ο καλός σκυλάκος απομακρύνθηκε. Καβατζώσαμε μια πλαγιά με κοτρώνες, κάτσαμε κάπου εκεί και απολαύσαμε το υπόλοιπο θέαμα από απόσταση ασφαλείας.





Τα πρόβατα εβόσκησαν, δεν αποτελούσαμε πια απειλή οπότε ο σκυλάκος δεν ξανασχολήθηκε (αν και κάνα – δυο γαβ τα έκανε), έτσι τέλος καλό, όλα καλά. Ο Αργύρης γύρισε μετά από λίγο, μην έχοντας καταφέρει να φτάσει μέχρι την κορυφή τελικά και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Με πέτρες στα χέρια ξανά, γιατί όπου κι αν κοιτούσες, έβλεπες και άκουγες κοπάδια και σκύλους. Η κατηφόρα ήταν λιγότερο ξελιγωτική, αλλά βάσανο για τα γόνατα. Μετά από άλλη μια ώρα κατάβασης αυτή τη φορά και μισό χιλιόμετρο υψομετρική διαφορά, φτάσαμε κάποια στιγμή στα οχήματά μας.



Κι όσο κι αν ζορίστηκα ή γκρίνιαξα, θα το ξανάκανα οποτεδήποτε. Τις εικόνες που γέμισαν τα μάτια μας δεν τις βλέπεις κάθε μέρα.

Επιστρέψαμε στη Γράμουστα, ξεκουραστήκαμε λίγο, ήπιαμε ένα τελευταίο φραπέ (με απεριτίφ κέρασμα φρέσκο αρνί στη σούβλα), μαζέψαμε, χαιρετήσαμε τον κόσμο και εξαφανιστήκαμε παίρνοντας το δρόμο για Νεστόριο Καστοριάς. Μετά τον καλά στρωμένο χωματόδρομο 3Α(που βάζω στοίχημα πως την επόμενη φορά που θα περάσω θα είναι άσφαλτος – αν δεν είναι ήδη δηλαδή), πέσαμε σε φρέσκια, στρωμένη, μαύρη ΚΑΤΑμαυρη άσφαλτο. Κρίνοντας από τα μηχανήματα στην άκρη του δρόμου, μάλλον είχε στρωθεί ίσως ακόμα και την προηγούμενη μέρα. Αυτό ήταν. Μπήκε στα τευτέρια μου ως μία από τις αγαπημένες μου, και τις καλύτερες διαδρομές που έχω κάνει στην Ελλάδα. ΚΟΛΑΣΜΕΝΟ στροφιλίκι που περνάει από πυκνό δάσος, οδηγήσαμε μια πανέμορφη παιδική χαρά που θέλω να ξανακάνω, ξανά και ξανά, μέχρι το Νεστόριο, όπου πετύχαμε και το καθιερωμένο River Party της εποχής. Από εκεί κινήσαμε προς Γρεβενά, με τελικό προορισμό το χωριό Μικρολίβαδο, όπου το προηγούμενο καλοκαίρι είχαμε ανακαλύψει έναν υπέροχο και πολύ φτηνό ξενώνα, με τρομερό (σπιτικό εννοείται) φαγητό και πρωινό. Συνεχίζοντας σε μια διαδρομή όνειρο, ανακαλύψαμε ενδιάμεσα το χωριό Δοτσικό, ένα διαμαντάκι στο πουθενά, με ένα υπέροχο γεφύρι στο κέντρο του, για τον τελευταίο καφέ της ημέρας.









Η απορημένη φάτσα της κυρίας που είχε τον ξενώνα, επιβεβαίωνε πως φτάσαμε κάπως αργά το βράδυ στο Μικρολίβαδο. Πάντως τακτοποιήθαμε με το παραπάνω και φιλοξενηθήκαμε σ’ ένα πολύ όμορφο δωμάτιο. Α ναι, καταβροχθίσαμε και τα πολυπόθητα παϊδάκια ΣΤΑ ΚΑΡΒΟΥΝΑ που είχαν γίνει πλέον πέρα για πέρα, απωθημένο.
 

Vvag

Αντβέτσουρερ
Περιοχή
Θεσσαλονίκη
Όνομα
Βαγγέλης
Μοτό
Άφρικα Τουίν Ιλέβεν Χάντρεντ
Παρασκευή πρωί, ξυπνήσαμε και κατεβήκαμε για τις πρωινάρες μας, καταστρώνοντας τα σχέδια της τελευταίας, στην ουσία, μέρας μας. Το πλάνο ήταν να κατασκηνώσουμε όσο πιο κοντά γινόταν στην Αθήνα, μιας κι εγώ το Σάββατο είχα να πάρω καράβι για το δεύτερο μέρος των διακοπών μου, που περιελάμβανε θάλασσες, βουτιές, νησάκι, ψαράκια κι άλλα τέτοιες απεχθείς συνήθειες. Αποφασίσαμε λοιπόν να κατασκηνώσουμε το βράδυ στο Καλλίδρομο, σε ένα φανταστικό σημείο κοντά στο Μπράλο, που έχουμε μείνει και παλιότερα, και το Σάββατο το πρωί, βολτάροντας ελάχιστα στην κεντρική Ελλάδα να φύγουμε για Αθήνα, ώστε να είμαστε μέχρι το μεσημέρι εκεί.

Ξεκινήσαμε με σκοπό να κινηθούμε κυρίως ασφάλτινα, μπαίνοντας σε χωμάτινα κομμάτια, όπου θεωρούσαμε πως θα υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον. Στο πρώτο εξ’ αυτών που μας οδήγησε ο Τάκης, κάτι μ’ έπιασε, θες ο Ερμής μου να ήταν ανάδρομος, ο Δίας να συνουσιαζόταν γενικώς, θες απλά να ήθελα να κινηθούμε νότια και να αφήσουμε τις εξερευνήσεις, χάλασε η διάθεσή μου και έγινα μια «υπέροχη» παρέα για τους συντρόχους μου για μία ακόμη φορά. Τελικά στο πρώτο σημείο που μας φάνηκε ελαφρώς δυσκολότερο και με τη γκρίνια μου να αποκτάει μια γλυκιά μελωδία, γυρίσαμε πίσω και πήραμε την άσφαλτο, στο δρόμο που βγάζει από Μέτσοβο για Καλαμπάκα. Στην Καλαμπάκα, εν μέσω αφόρητης ζέστης κάναμε μια στάση για καφέ κάτω απ’ τα επιβλητικά Μετέωρα, και για πρώτη φορά έπεσε στο τραπέζι η ιδέα να γυρνούσαμε την ίδια μέρα στην Αθήνα. Χαλάστηκα λίγο, κυρίως γιατί δεν ήθελα να πάει χαμένη η μέρα, αλλά απ’ την άλλη δε με πείραζε το γεγονός να ξυπνήσω άνετος κι ωραίος από το πρωί το Σάββατο στο σπίτι μου και να ετοιμαστώ με την ησυχία μου για το καράβι.

Τελικά αποφασίσαμε να βουτήξουμε για λίγο στην Πίνδο και να κάνουμε όσο πιο ενδιαφέρουσες βόλτες μπορούσαμε, για όσο ακόμα προλαβαίναμε και... θα βλέπαμε. Έτσι λοιπόν, βγήκαμε κάπως σε έναν χωματόδρομο που φαινόταν να έχει ενδιαφέρον και ο χάρτης υπόσχονταν πως βγάζει κάπου ανάμεσα στο Περτούλι και στην Ελάτη. Αν ξεκινούσα να περιγράφω εδώ, μάλλον θα ήθελα κι άλλο ένα thread για να τελειώσω. Δεν ξέρω πως τα καταφέραμε, αλλά ούτε οι χάρτες της Ανάβασης, ούτε αυτοί της Road, ούτε ΚΑΝ ο Γούγλης ο Μαπς κατάφερε να μας βγάλει στο σωστό το δρόμο. Πρέπει να φάγαμε τουλάχιστον ένα δύωρο κάνοντας συνεχείς αναστροφές, περνώντας πάνω από κοτρώνια και παίζοντας (δις) κυνηγητό με γλυκά, απειλητικά αρκουδοτσοπανοσκυλάκια, κι όλα αυτά σε μια ακτίνα 40 χιλιομέτρων το πολύ. Αποκαμωμένοι, κουρασμένοι και δυο-τρια κιλά ελαφρύτεροι ο καθένας από τον ιδρώτα, νικηθήκαμε από την ερημιά και βγήκαμε (μάλλον επιστρέψαμε) στο χωριό Γλυκομηλιά, όπου περάσαμε στο απέναντι χωριό, τη Χρυσομηλιά και από εκεί πήραμε πλέον την άσφαλτο για Ελάτη.

Στην Ελάτη, αποφάσισα να δείξω στα παιδιά το εκπληκτικό μέρος που κατασκηνώσαμε τον Ιούνιο, τη Βλάχα, ενώ υποσχεθήκαμε στους εαυτούς μας να επιστρέψουμε κάποια στιγμή και να το χαρούμε όπως του αρμόζει.



Πίνοντας καφεδάκι στην καντίνα της Βλάχας, με την κούραση να έχει πάρει υπόσταση και να πίνει καφέ παρέα μας, αρχίσαμε να συζητάμε ξανά το ενδεχόμενο να γυρίσουμε επί τόπου στην Αθήνα. Αν και η ώρα ήταν αρκετά περασμένη, η διάθεση ήταν παράξενη και η κούραση εμφανέστατη για περισσότερες αντβεντσουράδες, συν ότι ο καθένας είχε τους λόγους του να θέλει να επιστρέψει το ίδιο βράδυ. Βγήκαμε στο δρόμο ξανά κατά τις 18.00 και βάζοντας το κεφάλι κάτω οδηγήσαμε την υπόλοιπη διαδρομή σχεδόν μονοκοπανιά, με μόνες στάσεις αυτές για βενζίνη, μέχρι να φτάσουμε ψόφιοι στην Αθήνα στις 0.30 τη νύχτα και μετά από 550 περίπου χιλιόμετρα, ανάμεικτα από άσφαλτο, χώμα, κούραση και ευχαρίστηση.



Οι διακοπές μας συνεχίστηκαν χώρια, με έντονα συναισθήματα και αναμνήσεις να μας ακολουθούν, πανέμορφες εικόνες να σφηνώνονται στο μυαλό μας και μια αναμονή που ξεκινάει πάντα, όταν τελειώνει το ταξίδι: Στην πρώτη ευκαιρία μας, σε άσφαλτο, χώμα ή και τα δύο, να βρεθούμε πάλι και να πάρουμε ξανά τα βουνά.



Καλούς δρόμους σε όλους.

:friendship:
 

jocker-t

#Ντανταντιρλάνταντα
Περιοχή
Busy Riding
Όνομα
Harris
Μοτό
"The Whip"
Σημ 1 : Πρεπει να ηπιατε γυρω στα 4 λιτρα καφε ο καθενας.
Σημ 2 : Θελω και γω... :cry:
Φαινεστε μπομπα παρεα.
(μονο και μονο που βοηθησατε στην εκκλησια,που θα το κανα και γω,οπως και την πεζοπορια μεχρι την κορυφη,που φαινεται απιστευτη).
Γενικα,διακοπες στα γούστα μου.
:hailbig:
 

nick_VFR

Κουλάδι όνομα και πράμα
Περιοχή
Ιωάννινα
Όνομα
Νίκος
Μοτό
Honda VFR 800 V-tec
Husqvarna TE 610
Να πω ότι δεν ζήλεψα, θα ήταν ψέμα.


Να πω ότι δεν είπα (για μία ακόμη φορά) "θέλω χωμάτινο μηχανάκι" θα ήταν επίσης ψέμα.


Φοβερή περιγραφή και καταπληκτικές φωτογραφίες από τον μετρ του είδους @Vvag !




Στα επόμενα τώρα... :friendship:
 

Vvag

Αντβέτσουρερ
Περιοχή
Θεσσαλονίκη
Όνομα
Βαγγέλης
Μοτό
Άφρικα Τουίν Ιλέβεν Χάντρεντ
Σημ 1 : Πρεπει να ηπιατε γυρω στα 4 λιτρα καφε ο καθενας.
Χαχαχα, μπα οι καφέδες ήταν λιγότεροι απ' όσο φάνηκε. Οι στάσεις ίσως και όχι!


PS: το 990 ποια προβολάκια έχει;
Δεν είναι προβολάκια, είναι κάτι ψείρες led που έχει βάλει ο πρώην της. Κάνουν δουλειά στο να φαίνεσαι λίγο καλύτερα, αλλά δε φωτίζουν καθόλου το δρόμο.


Να πω ότι δεν ζήλεψα, θα ήταν ψέμα.
Έλα Νίκο έτοιμος είσαι!! Άντε με το καλό!!! :D
 

Χρήστος

Μέλος
Όνομα
Χρήστος
Μοτό
Aprilia Tuono factory - sym vf185
:hailbig:

Πολύ ωραία περιγραφή, πολύ ωραία μέρη.
Να είστε πάντα καλά να ταξιδεύετε!
:friendship:
 

forester

Μέλος
Περιοχή
Περιστέρι
Όνομα
Θοδωρής
Μοτό
R1200GS Triple Black
Ω ρε φίλε @Vvag βγάζεις καρτ-ποστάλ λέμεεε!!!
Φοβερές φώτο, για το γραπτό, θέλω μπύρες, τσιγάρα κλπ.... Δεν το διαβάζω έτσι αυτό ;)
 
Top Bottom