Vvag
Αντβέτσουρερ
Κάτσε ρε φιλαράκι, βουνό το καλοκαίρι; Που πας καλοκαιριάτικα, πάνε σε καμιά Χαλλλκιδική να κάνεις καμιά βουτιά.
Φράση που συστηματικά εδώ και χρόνια χλευάζω και επιλέγω να αγνοώ... κατά το ήμισι. Έτσι, η μία από τις δύο εβδομάδες τις άδειάς μου, είναι αφιερωμένη στα ελληνικά (και όχι μόνο) βουνά τα οποία λατρεύω.
Φέτος, όπως και πέρυσι (χρωστάω ένα ταξιδιωτικό), το πλάνο ήταν να συναντηθούμε... κάπου, με τον καλό μου φίλο Τάκη, aka @Ο φυσικός και τον κουμπάρο του τον Αργύρη και να τσουλήσουμε τις ρόδες μας σε χώμα και σε άσφαλτο για 6 μέρες, με τελικό προορισμό την Αθήνα.
Κυριακή λοιπόν 31 Ιουλίου φεύγω από τη Μπουγατσούπολη και βρίσκομαι στο δρόμο, να κάνω το πρώτο “γερό” ταξίδι με το Περτικαλί. Η ώρα είναι αργάμιση, ο ήλιος δύει και εγώ σαν άλλος φτωχός και μόνος κάουμπόης παίρνω την Εθνική με προορισμό ημέρας τη Νεράιδα Κοζάνης. Τα φιλαράκια μου έχουν ήδη ξεκινήσει από Αθήνα από το πρωί, κάνοντας διάφορες παράξενες διαδρομές ανά την Ελλάδα, για να βρεθούμε τελικά το βράδυ σε μια ωραία ταβερνούλα με θέα τη Λίμνη Πολύφυτου.
Μπριζόλες, πατάτες, σαλάτες και λοιπά ορεκτικά κάνανε φτερά σε χρόνο ντε-τε. Ωραία, και τώρα που θα μείνουμε; Στην ερώτηση προς τον ταβερνομετρ τι υπάρχει τριγύρω, πετάξαμε και το «α ναι, έχουμε και κάτι σκηνές μαζί μας» για να λάβουμε την απάντηση, «ε στήστε εδώ μπροστά, δικό μας είναι το μέρος». Έτσι λοιπόν το πρώτο μας βράδυ μας βρήκε κάπως έτσι...
Και το πρώτο μας πρωινό, κάπως έτσι...
Αλήθεια, ένα απ’ τα καλύτερα πράγματα που υπάρχουν σ’ αυτή τη ζωή, είναι ν’ ανοίγεις τα μάτια, στη συνέχεια το φερμουάρ της σκηνής και να βλέπεις τέτοιες εικόνες. Απ’ τα καλύτερα.
Καφεδάκι, τοστάκι και λοιπές πρωινές συνήθειες (!) έλαβαν μέρος στο... γνωστό καφέ της Νεράιδας με θέα τη γέφυρα, μαζί με τα πλάνα της ημέρας τα οποία ήταν τα εξής: Με κάποιο παράξενο, χωμάτινο τρόπο θα φτάναμε στη Βλάστη κι από εκεί με εξίσου αλλοπρόσαλλες διαδρομές θα φτάναμε, κάπως, στις Πρέσπες.
Έτσι , μετά τα απαραίτητα πρωινά μας, ζαλωθήκαμε, καβαλήσαμε και ξεκινήσαμε το ταξίδι.
Στο χωριό Σκήτη θα παίρναμε τον πρώτο χωματόδρομο που βγάζει κάπως, κάποτε στη Βλάστη. Πρώτη γεύση από χώμα, όλα είναι στεγνά, κι όλα καλά αν και πολύ κοτρώνι και πολύ κοπάνημα ρε παιδί μου. Είναι η πρώτη φορά που πάω χώμα φορτωμένος με βαλίτσες και τόσο βάρος, αλλά πάω καλά. Στις ευθείες ανοίγω λίγο, παίζω, όλα ωραία και καλά, αλλά κάτι δε μου κολλάει. Συνεχίζω σα να μη συμβαίνει τίποτα, ανοίγω γκάζι, βρε δε μπορώ να στρίψω, τα κοτρώνια θα φταίνε. Κοιτάω τους καθρέφτες μου, σαν πολύ σκόνη να σηκώνω πίσω. Ε κάποια στιγμή έπρεπε να το πάρω απόφαση να σταματήσω μέσα στο λιοπύρι να δω τι παίζει. Και είδα. Φουιτ που λένε κι οι φίλοι μας οι βόρειοι. Φούιτ στις ερημιές. Και ήρθε η ώρα να δούμε αν οι σαμπρέλες που μου’ χαν μείνει απ’ το DRZ ταιριάζουν στο KTM. Ωραία ξεκινήσαμε. Αντβέτσουρ!
Αφού παιδευόμαστε λίγο με μια ηλεκτρική τρόμπα και κάτι αμπούλες χωρίς καμία τύχη, αποφασίζουμε πριν βγάλουμε τους λοστούς κι αρχίσουμε τα πειράματα, να δοκιμάσω να το πάω έτσι μέχρι το κοντινότερο χωριό που απείχε λίγα χιλιόμετρα από εκεί που ήμασταν. Φορτώνω ό,τι μπορεί να χωρέσει στο GS του Αργύρη και με ταχύτητα κουτσής μαστουρωμένης χελώνας, παλεύω να οδηγήσω στο χωματόδρομο. Μετά από αρκετά λιγότερη ώρα απ’ αυτή που μου φάνηκε πως έκανα, φτάνουμε στο χωριό Γαλατηνή όπου βρίσκουμε βενζινάδικο. Βουλκανιζατέρ υπάρχει στη Σιάτιστα, 10χλμ από εκεί κι ο Τάκης έχει ήδη ξεκινήσει να πάει να δει αν μπορούν να μας εξυπηρετήσουν, όσο εγώ προσπαθώ να βάλω αέρα να δω τι γίνεται – δηλαδή τίποτα απολύτως. Οι συμπαθέστατοι μπαρμπάδες που αράζουν στο καφενείο-παύλα-βενζινάδικο μας κερνάνε καφέ-χυμό-ό,τι θέλουμε μέχρι να γυρίσει ο Τάκης να μας πει πως όλα καλά. Η συνέχεια βρίσκει τους φίλους μου να ξεβιδώνουν άξονες και να βγάζουν τον τροχό μου, ενώ εγώ με την πείρα που με διακρίνει κάνω καταλυτικές κινήσεις για να βοηθήσω την κατάσταση. Βγάζω φωτογραφίες.
Η ρόδα μεταφέρθηκε δικάβαλο σε DRZ και τ’ αφεντικό της δικάβαλο σε GS μέχρι τη Σιάτιστα, όπου ο καλός μας φίλος Βουλκανιζατεράς πήρε τη σαμπρέλα που του δώσαμε (η οποία τελικά ήταν στις σωστές διαστάσεις) και έκανε τα μαγικά του. Η έκπληξη της υπόθεσης; «Τι χρωστάω»; «Έφυγες». Ωρέ φιλοξενία ο Βοράς.
Πίσω στο χωριό, ένα καφεδάκι στα γρήγορα και βουρ στο δρόμο ξανά. Βρίσκουμε το χωματόδρομο που πάει Βλάστη και συνεχίζουμε.
Μαρή Μαρίκα, θ’ ανοίξουν σήμερα ή τσάμπα περιμένουμε;
Τη Βλάστη θα ήθελα πολύ να τη δω περισσότερο, η ώρα είναι όμως περασμένη, κάνει τη ζέστη της αρκούδας (αλήθεια δεν ξέρω τι ζέστη έχει η αρκούδα και ούτε θέλω να μάθω), το πρόγραμμα έχει πάει πίσω και συνεχίζουμε ακάθεκτοι, από άσφαλτο πλέον για Καστοριά. Παράξενες διαδρομές και εναλλακτικοί δρόμοι όπως πάντα μας βγάζουν στην Καστοριά κι από εκεί πάμε για Πρέσπες, όπου και θα διανυκτερεύσουμε. Πριν απ’ όλα, στάση στο εγκαταλειμμένο χωριό Γάβρος.
Το παν είναι να έχεις τη σωστή παρέα!
Αλλά και στο μοναστήρι Αγίων Αναργύρων.
Μεταννοείτε αμαρτωλοί Κατεμάδες!!
Λίγο παρακάτω βρίσκουμε το χωριό Κώτας (μα Κώτας;!) και ο πλοηγός μας με το DRZ θέλει να μας δώσει μια τελευταία (γερή απ’ ότι φάνηκε) γεύση χώματος πριν κλείσει η μέρα. Βρίσκουμε το χωματόδρομο που καβατζάρει το βουνό και βγάζει Πρέσπες, και... αρχίζει ο εφιάλτης στο δρόμο με τα λούκια. Άπειρα λούκια, σαθρό έδαφος με ψιλό χαλικάκι, η κουλαμάρα που περήφανα μας διακρίνει (τουλάχιστον τους οδηγούς των δύο μεγαλύτερων δίκυκλων της παρέας) σε συνδιασμό με το βάρος που κουβαλάω και τα on-on-on-ΟΝΛΕΜΕ-off λάστιχά μου, κάνουν τη διαδρομή κόλαση. Ο ιδρώτας κυλάει και μόνο κρύος δεν είναι, η ρόδες γλυστράνε κάθε τόσο κι η πτώση καραδοκεί... μέχρι να έρθει. Δεύτερη στραβή σε μια μέρα, δεν είναι κι άσχημα. Σε μια γερή ανηφοριά, ο μπροστά τροχός μπαίνει σε λούκι, ο πίσω δε βρίσκει πρόσφυση στο σαθρό και το περτικαλί σκάει κάτω σα χαλασμένο νεράτζι, κι εγώ ακολουθώ κατά πόδας. Ο Αργύρης παλεύει να στηρίξει το μπεμβέ στο stand και να’ ρθει να σηκώσουμε το μαστόδοντο και να γίνει ο απολογισμός. Αποδυκνείεται πως εγώ είμαι αρτιμελής και το μηχανάκι μου σώο αλλά η μία βαλίτσα εκτός βάσης. Πρόβλημα. Ψάχνουμε να δούμε τι παίζει και βλέπουμε πως έχει σπάσει η κλειδαριά που ασφαλίζει τη βαλίτσα στη βάση. Με δυο πειστικούς ιμάντες και ένα αριστοτεχνικό δέσιμο που κρατάει το κλιπ της κλειδαριάς γαντζωμένο στο κάγκελο, γίνεται δουλειά (που απ’ ότι αποδείχτηκε έβγαλε πολλά πολλά χωμάτινα και ασφάλτινα χιλιόμετρα ακόμα χωρίς να κουνηθεί) και συνεχίζουμε με ηθικό σχετικά ακμαίο, αλλά μπόλικη γκρίνια και κορμιά διαλυμμένα (εγώ τουλάχιστον) το δρόμο μας.
Μετά από ώρα και αρκετές γουοναμπι-σαβούρδες ακόμα, βρίσκουμε άσφαλτο. Φτάνουμε στο χωριό Μιρκολίμνη, όπου βρίσκουμε έναν και μοναδικό άνθρωπο να ρωτήσουμε που να μείνουμε. Το παληκάρι (ο Κυριάκος) δεν είναι πάνω από 40 και αρκετά συνεννοήσιμος, πιάνει το κινητό του και κάνει τα κουμάντα του να μας βολέψει. Ακολουθεί ο εξής διάλογος:
Κυριάκος: Έλα (Τάδε) έχω εδώ τρεις μαντράχαλους με μηχανές, έχεις κανένα δωμάτιο; Τι; Συγγενείς μου; Όχι, απ’ όσο ξέρω. Βέβαια ναυτικός ήταν ο πατέρας μου, τώρα τι να σου πω...
Τάκης: Α, κι ο δικός μου!! (τρου στόρυ)
Και κάπως έτσι ανακαλύψαμε μια τρελή χημεία (και δυο τρελά... χημεία) για τους οποίους θα γίνει εκτενής περιγραφή παρακάτω. Μέχρι τότε, ήπιαμε καφεδάκι στην ταβέρνα του Κυριάκου, με κλεισμένο, έτοιμο δωμάτιο στον Άγιο Γερμανό Πρεσπών.
Ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα μας συνόδευσε μέχρι τον Άγιο Γερμανό, όπου ωσάν γνήσιοι βάρβαροι κάναμε κατάληψη στον ξενώνα «Το Πέτρινο», βγάλαμε και τις μπότες μας στο χωλ έξω απ’ το δωμάτιο και ευτυχώς που ήμασταν μόνοι μας ένα πράμα, ε και μετά ακολούθησαν τα γνωστά... επίθεση στην πανίδα της περιοχής, στην κεντρική πλατεία, και τούφες στο δωμάτιο γιατί η επόμενη μέρα θα περιείχε (υποτίθεται) τη μαγική λέξη ΓΡΑΜΟΣ....
Φράση που συστηματικά εδώ και χρόνια χλευάζω και επιλέγω να αγνοώ... κατά το ήμισι. Έτσι, η μία από τις δύο εβδομάδες τις άδειάς μου, είναι αφιερωμένη στα ελληνικά (και όχι μόνο) βουνά τα οποία λατρεύω.
Φέτος, όπως και πέρυσι (χρωστάω ένα ταξιδιωτικό), το πλάνο ήταν να συναντηθούμε... κάπου, με τον καλό μου φίλο Τάκη, aka @Ο φυσικός και τον κουμπάρο του τον Αργύρη και να τσουλήσουμε τις ρόδες μας σε χώμα και σε άσφαλτο για 6 μέρες, με τελικό προορισμό την Αθήνα.
Κυριακή λοιπόν 31 Ιουλίου φεύγω από τη Μπουγατσούπολη και βρίσκομαι στο δρόμο, να κάνω το πρώτο “γερό” ταξίδι με το Περτικαλί. Η ώρα είναι αργάμιση, ο ήλιος δύει και εγώ σαν άλλος φτωχός και μόνος κάουμπόης παίρνω την Εθνική με προορισμό ημέρας τη Νεράιδα Κοζάνης. Τα φιλαράκια μου έχουν ήδη ξεκινήσει από Αθήνα από το πρωί, κάνοντας διάφορες παράξενες διαδρομές ανά την Ελλάδα, για να βρεθούμε τελικά το βράδυ σε μια ωραία ταβερνούλα με θέα τη Λίμνη Πολύφυτου.
Μπριζόλες, πατάτες, σαλάτες και λοιπά ορεκτικά κάνανε φτερά σε χρόνο ντε-τε. Ωραία, και τώρα που θα μείνουμε; Στην ερώτηση προς τον ταβερνομετρ τι υπάρχει τριγύρω, πετάξαμε και το «α ναι, έχουμε και κάτι σκηνές μαζί μας» για να λάβουμε την απάντηση, «ε στήστε εδώ μπροστά, δικό μας είναι το μέρος». Έτσι λοιπόν το πρώτο μας βράδυ μας βρήκε κάπως έτσι...
Και το πρώτο μας πρωινό, κάπως έτσι...
Αλήθεια, ένα απ’ τα καλύτερα πράγματα που υπάρχουν σ’ αυτή τη ζωή, είναι ν’ ανοίγεις τα μάτια, στη συνέχεια το φερμουάρ της σκηνής και να βλέπεις τέτοιες εικόνες. Απ’ τα καλύτερα.
Καφεδάκι, τοστάκι και λοιπές πρωινές συνήθειες (!) έλαβαν μέρος στο... γνωστό καφέ της Νεράιδας με θέα τη γέφυρα, μαζί με τα πλάνα της ημέρας τα οποία ήταν τα εξής: Με κάποιο παράξενο, χωμάτινο τρόπο θα φτάναμε στη Βλάστη κι από εκεί με εξίσου αλλοπρόσαλλες διαδρομές θα φτάναμε, κάπως, στις Πρέσπες.
Έτσι , μετά τα απαραίτητα πρωινά μας, ζαλωθήκαμε, καβαλήσαμε και ξεκινήσαμε το ταξίδι.
Στο χωριό Σκήτη θα παίρναμε τον πρώτο χωματόδρομο που βγάζει κάπως, κάποτε στη Βλάστη. Πρώτη γεύση από χώμα, όλα είναι στεγνά, κι όλα καλά αν και πολύ κοτρώνι και πολύ κοπάνημα ρε παιδί μου. Είναι η πρώτη φορά που πάω χώμα φορτωμένος με βαλίτσες και τόσο βάρος, αλλά πάω καλά. Στις ευθείες ανοίγω λίγο, παίζω, όλα ωραία και καλά, αλλά κάτι δε μου κολλάει. Συνεχίζω σα να μη συμβαίνει τίποτα, ανοίγω γκάζι, βρε δε μπορώ να στρίψω, τα κοτρώνια θα φταίνε. Κοιτάω τους καθρέφτες μου, σαν πολύ σκόνη να σηκώνω πίσω. Ε κάποια στιγμή έπρεπε να το πάρω απόφαση να σταματήσω μέσα στο λιοπύρι να δω τι παίζει. Και είδα. Φουιτ που λένε κι οι φίλοι μας οι βόρειοι. Φούιτ στις ερημιές. Και ήρθε η ώρα να δούμε αν οι σαμπρέλες που μου’ χαν μείνει απ’ το DRZ ταιριάζουν στο KTM. Ωραία ξεκινήσαμε. Αντβέτσουρ!
Αφού παιδευόμαστε λίγο με μια ηλεκτρική τρόμπα και κάτι αμπούλες χωρίς καμία τύχη, αποφασίζουμε πριν βγάλουμε τους λοστούς κι αρχίσουμε τα πειράματα, να δοκιμάσω να το πάω έτσι μέχρι το κοντινότερο χωριό που απείχε λίγα χιλιόμετρα από εκεί που ήμασταν. Φορτώνω ό,τι μπορεί να χωρέσει στο GS του Αργύρη και με ταχύτητα κουτσής μαστουρωμένης χελώνας, παλεύω να οδηγήσω στο χωματόδρομο. Μετά από αρκετά λιγότερη ώρα απ’ αυτή που μου φάνηκε πως έκανα, φτάνουμε στο χωριό Γαλατηνή όπου βρίσκουμε βενζινάδικο. Βουλκανιζατέρ υπάρχει στη Σιάτιστα, 10χλμ από εκεί κι ο Τάκης έχει ήδη ξεκινήσει να πάει να δει αν μπορούν να μας εξυπηρετήσουν, όσο εγώ προσπαθώ να βάλω αέρα να δω τι γίνεται – δηλαδή τίποτα απολύτως. Οι συμπαθέστατοι μπαρμπάδες που αράζουν στο καφενείο-παύλα-βενζινάδικο μας κερνάνε καφέ-χυμό-ό,τι θέλουμε μέχρι να γυρίσει ο Τάκης να μας πει πως όλα καλά. Η συνέχεια βρίσκει τους φίλους μου να ξεβιδώνουν άξονες και να βγάζουν τον τροχό μου, ενώ εγώ με την πείρα που με διακρίνει κάνω καταλυτικές κινήσεις για να βοηθήσω την κατάσταση. Βγάζω φωτογραφίες.
Η ρόδα μεταφέρθηκε δικάβαλο σε DRZ και τ’ αφεντικό της δικάβαλο σε GS μέχρι τη Σιάτιστα, όπου ο καλός μας φίλος Βουλκανιζατεράς πήρε τη σαμπρέλα που του δώσαμε (η οποία τελικά ήταν στις σωστές διαστάσεις) και έκανε τα μαγικά του. Η έκπληξη της υπόθεσης; «Τι χρωστάω»; «Έφυγες». Ωρέ φιλοξενία ο Βοράς.
Πίσω στο χωριό, ένα καφεδάκι στα γρήγορα και βουρ στο δρόμο ξανά. Βρίσκουμε το χωματόδρομο που πάει Βλάστη και συνεχίζουμε.
Μαρή Μαρίκα, θ’ ανοίξουν σήμερα ή τσάμπα περιμένουμε;
Τη Βλάστη θα ήθελα πολύ να τη δω περισσότερο, η ώρα είναι όμως περασμένη, κάνει τη ζέστη της αρκούδας (αλήθεια δεν ξέρω τι ζέστη έχει η αρκούδα και ούτε θέλω να μάθω), το πρόγραμμα έχει πάει πίσω και συνεχίζουμε ακάθεκτοι, από άσφαλτο πλέον για Καστοριά. Παράξενες διαδρομές και εναλλακτικοί δρόμοι όπως πάντα μας βγάζουν στην Καστοριά κι από εκεί πάμε για Πρέσπες, όπου και θα διανυκτερεύσουμε. Πριν απ’ όλα, στάση στο εγκαταλειμμένο χωριό Γάβρος.
Το παν είναι να έχεις τη σωστή παρέα!
Αλλά και στο μοναστήρι Αγίων Αναργύρων.
Μεταννοείτε αμαρτωλοί Κατεμάδες!!
Λίγο παρακάτω βρίσκουμε το χωριό Κώτας (μα Κώτας;!) και ο πλοηγός μας με το DRZ θέλει να μας δώσει μια τελευταία (γερή απ’ ότι φάνηκε) γεύση χώματος πριν κλείσει η μέρα. Βρίσκουμε το χωματόδρομο που καβατζάρει το βουνό και βγάζει Πρέσπες, και... αρχίζει ο εφιάλτης στο δρόμο με τα λούκια. Άπειρα λούκια, σαθρό έδαφος με ψιλό χαλικάκι, η κουλαμάρα που περήφανα μας διακρίνει (τουλάχιστον τους οδηγούς των δύο μεγαλύτερων δίκυκλων της παρέας) σε συνδιασμό με το βάρος που κουβαλάω και τα on-on-on-ΟΝΛΕΜΕ-off λάστιχά μου, κάνουν τη διαδρομή κόλαση. Ο ιδρώτας κυλάει και μόνο κρύος δεν είναι, η ρόδες γλυστράνε κάθε τόσο κι η πτώση καραδοκεί... μέχρι να έρθει. Δεύτερη στραβή σε μια μέρα, δεν είναι κι άσχημα. Σε μια γερή ανηφοριά, ο μπροστά τροχός μπαίνει σε λούκι, ο πίσω δε βρίσκει πρόσφυση στο σαθρό και το περτικαλί σκάει κάτω σα χαλασμένο νεράτζι, κι εγώ ακολουθώ κατά πόδας. Ο Αργύρης παλεύει να στηρίξει το μπεμβέ στο stand και να’ ρθει να σηκώσουμε το μαστόδοντο και να γίνει ο απολογισμός. Αποδυκνείεται πως εγώ είμαι αρτιμελής και το μηχανάκι μου σώο αλλά η μία βαλίτσα εκτός βάσης. Πρόβλημα. Ψάχνουμε να δούμε τι παίζει και βλέπουμε πως έχει σπάσει η κλειδαριά που ασφαλίζει τη βαλίτσα στη βάση. Με δυο πειστικούς ιμάντες και ένα αριστοτεχνικό δέσιμο που κρατάει το κλιπ της κλειδαριάς γαντζωμένο στο κάγκελο, γίνεται δουλειά (που απ’ ότι αποδείχτηκε έβγαλε πολλά πολλά χωμάτινα και ασφάλτινα χιλιόμετρα ακόμα χωρίς να κουνηθεί) και συνεχίζουμε με ηθικό σχετικά ακμαίο, αλλά μπόλικη γκρίνια και κορμιά διαλυμμένα (εγώ τουλάχιστον) το δρόμο μας.
Μετά από ώρα και αρκετές γουοναμπι-σαβούρδες ακόμα, βρίσκουμε άσφαλτο. Φτάνουμε στο χωριό Μιρκολίμνη, όπου βρίσκουμε έναν και μοναδικό άνθρωπο να ρωτήσουμε που να μείνουμε. Το παληκάρι (ο Κυριάκος) δεν είναι πάνω από 40 και αρκετά συνεννοήσιμος, πιάνει το κινητό του και κάνει τα κουμάντα του να μας βολέψει. Ακολουθεί ο εξής διάλογος:
Κυριάκος: Έλα (Τάδε) έχω εδώ τρεις μαντράχαλους με μηχανές, έχεις κανένα δωμάτιο; Τι; Συγγενείς μου; Όχι, απ’ όσο ξέρω. Βέβαια ναυτικός ήταν ο πατέρας μου, τώρα τι να σου πω...
Τάκης: Α, κι ο δικός μου!! (τρου στόρυ)
Και κάπως έτσι ανακαλύψαμε μια τρελή χημεία (και δυο τρελά... χημεία) για τους οποίους θα γίνει εκτενής περιγραφή παρακάτω. Μέχρι τότε, ήπιαμε καφεδάκι στην ταβέρνα του Κυριάκου, με κλεισμένο, έτοιμο δωμάτιο στον Άγιο Γερμανό Πρεσπών.
Ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα μας συνόδευσε μέχρι τον Άγιο Γερμανό, όπου ωσάν γνήσιοι βάρβαροι κάναμε κατάληψη στον ξενώνα «Το Πέτρινο», βγάλαμε και τις μπότες μας στο χωλ έξω απ’ το δωμάτιο και ευτυχώς που ήμασταν μόνοι μας ένα πράμα, ε και μετά ακολούθησαν τα γνωστά... επίθεση στην πανίδα της περιοχής, στην κεντρική πλατεία, και τούφες στο δωμάτιο γιατί η επόμενη μέρα θα περιείχε (υποτίθεται) τη μαγική λέξη ΓΡΑΜΟΣ....